- κριτικοῦ
- κριτικόςable to discernmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Άγρας, Τέλλος — (Καλαμπάκα 1899 – Αθήνα 1944).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και κριτικού Ευαγγέλου Ιωάννου. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Εντάσσεται στην ομάδα των ποιητών που, καθώς γεννήθηκαν μετά το 1890, είχαν χάσει την πίστη της… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα … Dictionary of Greek
Σαιντ - Μπεβ, Σαρλ - Ογκιστέν ντε- — (Sainte Beuve). Γάλλος συγγραφέας και κριτικός (Μπουλόν συρ Μερ 1804 – Παρίσι 1869). Προσχώρησε στο ρομαντικό κίνημα, συνεργαζόμενος στη φιλελεύθερη εφημερίδα Globe και συνδέθηκε με τον Ουγκό με φιλία που επρόκειτο να είναι ταραχώδης. Το 1828… … Dictionary of Greek
Φελίνι, Φεντερίκο — (Fellini, Ρίμινι 1920 – Ρώμη 1993). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Πολύ ανήσυχος στη νεότητά του, εγκατέλειψε πολύ νωρίς τις σπουδές του για μια ταραχώδη και αλήτικη ζωή, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κατοπινή καλλιτεχνική του διαμόρφωση.… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek